ταυτολογώ

ταυτολογώ
ταυτολογώ βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταυτολογώ — ταὐτολογῶ, έω, ΝΜΑ [ταὐτολόγος] επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα είτε με τις ίδιες είτε με παρεμφερείς λέξεις ή εκφράσεις …   Dictionary of Greek

  • ταυτολογώ — ταυτολόγησα αμτβ., επαναλαμβάνω τα ίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταυτολογῶ — ταυτολογέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ταυτολογέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …   Dictionary of Greek

  • ταυτοεπώ — έω, Α [ταὐτοεπής] ταυτολογώ …   Dictionary of Greek

  • ταυτολόγημα — ήματος, τὸ, Μ [ταὐτολογῶ] ταυτολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”